_Είναι γλυκό το φεγγάρι απόψε..

Κρατάω την άκρη ενός νήματος καθώς περπατώ αργά σ’ ένα σκοτεινό μονοπάτι και όπως το φεγγάρι απομακρύνεται προσπαθώ να βρω που βρίσκεται το τέλος του.  Δίπλα σε μια πασχαλιά που άνθισε Νοέμβρη μήνα, αναρωτιέμαι πόσο αδυσώπητος μπορεί να είναι ένας τέτοιος καιρός που μπερδεύει τα γονίδια μας και μας κάνει να καρποφορούμε και να μαραινόμαστε σε άσχετες με την ανθοφορία μας εποχές. Το αεράκι που λικνίζει απαλά τα ασημένια φύλλα μεγαλώνει τις αθώες σκιές που φαντάζουν τέρατα. Ένας φόβος διαπερνάει την ραχοκοκκαλιά μου από πάνω ως κάτω και με ακινητοποιεί στην άκρη του δρόμου. Παρ’ όλο που ξέρω οτι στο σκοτάδι δεν κρύβονται τέρατα παραμερίζω για λίγο, όσο χρειάζεται για να ξαναβρώ τους χτύπους της καρδιάς μου. Κουρνιάζω στην άκρη ενός δέντρου, αφήνοντας το μεγάλο κορμό του να μ’ αγκαλιάσει στοργικά και να με προστατεύσει, ενώ συγχρόνως εύχομαι να επιστρέψει το φεγγάρι και να φωτίσει το δρόμο μου.
Στα χέρια μου που ασυναίσθητα τρίβω εδώ και ώρα, το νήμα έχει πάρει να ξεφτίζει και χωρίς να το καταλαβαίνω διαλύεται αφήνοντας πίσω του μικρά κομμάτια. Πανικός με πιάνει όταν συνειδητοποιώ οτι χωρίς αυτό είμαι χαμένη σ’ ένα λαβύρινθο δίχως όρια. Φοβάμαι οτι αν προσπαθήσω να βρω την έξοδο από αυτό το τέλμα μ’ ένα τρόπο διαφορετικό, το μόνο που θα καταφέρω είναι να κάνω κύκλους γύρω από τον εαυτό μου.
Ξαφνικά στο πλάι μου κάθεται μια σκιά. Δεν τρομάζω, αναγνωρίζω πάνω της κάτι οικείο που καθησυχάζει τις αισθήσεις μου και μέσα μου σχεδόν την ευγνωμονώ που βρίσκεται δίπλα μου σ’ αυτή την ώρα του πανικού. Την ακούω να ανασαίνει βαριά και την νιώθω στο σκοτάδι που προσπαθεί να βρει το χέρι μου. Της το δίνω αλλά απότομα μια κρυάδα διατρέχει την σάρκα μου. Στο σκοτάδι δεν μπορώ να διακρίνω τα χαρακτηριστικά της, αλλά νιώθω οτι τα μάτια της καίνε. Τη φοβάμαι αλλά ταυτόγχρονα αισθάνομαι οτι μπορώ να αφεθώ και να στηριχτώ πάνω της. Γέρνω το κεφάλι μου στον ώμο της και ακούω την καρδιά της να χτυπάει κάπου στο βάθος. Νομίζω οτι θέλει να μου πει κάτι. Σαν να ψιθυρίζει αλλά δεν μπορώ να διακρίνω τις λέξεις που λέει. Οι ήχοι της είναι ακατανόητοι στα ανθρώπινα αυτιά μου όμως νιώθω οτι με βρίσκουν κατευθείαν στην καρδιά. Από τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα χωρίς να το ελέγχω, καυτά λυτρωτικά δάκρυα που πηγάζουν από κάπου βαθιά στη βάση του είναι μου. Δε θέλω να σταματήσω, ξέρω οτι ό,τι γίνεται αυτή εδώ τη στιγμή είναι μια κάθαρση. Όχι δεν είναι κάθαρσης, είναι η νέμεσις μου που έρχεται καθυστερημένα. Πρέπει να την υποστώ αν θέλω να προχωρήσω μπροστά.
Ακούω κάπου μακριά μια νυχτερίδα να πετάει και ένα ποντίκι να περνάει κολλητά στα πόδια μου, αλλά όλα μοιάζουν τόσο απόμακρα όσο η καρδιά και ο νους μου είναι παραδομένα σε μια δική τους αψιμαχία. Η σκιά παραμένει ακίνητη, αλλά νιώθω οτι θέλω να την πάρω αγκαλιά, οτι είναι κι αυτό μέρος της δίκης μου. Απλώνω τα χέρια μου και σχηματίζω γύρω από την άυλη παρουσία ένα κύκλο. Είναι φιαγμένη από σύννεφο δεν έχει νόημα να προσπαθήσω να σφίξω κι άλλο τα χέρια μου. Καθώς είμαι εκεί κοντά της γέρνει μπροστά και μου ψιθυρίζει στ’ αυτί. “Αν μ’ αναγνώρισες, αν με βλέπεις και νιώθεις οικεία, αν μ’ αγαπάς και νιώθεις οτι κάτι μου χρωστάς, οτι κάτι πρέπει να μου επιστρέψεις, τότε εδώ είναι το νήμα της ιστορίας που ψάχνεις. Η αρχή και το τέλος του είναι εδώ μπροστά σου γι’ αυτό μην αφήσεις άλλο χρόνο να πάει χαμένος στα σκοτάδια. Αν με βλέπεις και δε με φοβάσαι αν δε με βλέπεις αλλά θα ήθελες πολύ να γίνω ορατή, τότε κάνε κάτι, βρες τον τρόπο και γίνε μόνη σου η κάθαρση σου. Ό,τι μπορούσα να κάνω το έκανα, από δω και πέρα ο χρόνος τελειώνει. Κάνε το μεσοδιάστημά σου ζωή”.
Λέγοντας αυτά σώπασε και εξαφανίστηκε. Απόμεινα μόνη, δίπλα σε μια μωβ πασχαλιά, που μου χάριζε το άρωμά της για να μου δείξει το δρόμο.
Τί άλλο χρειαζόμουν για να ξεκινήσω να περπατάω;